βιβλιομανής

βιβλιομανής
-ής, -ές
γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει μανία να συλλέγει σπάνια και πολύτιμα βιβλία: Ξοδεύει πολλά λεφτά για παλιά βιβλία γιατί είναι βιβλιομανής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιβλιομανής — ο, η μανιώδης συλλέκτης βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + μανής < μαν , μαίνομαι (πρβλ. γαλλ. bibliomane). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Δημ. Βερναρδάκη] …   Dictionary of Greek

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιομανία — η η ιδιότητα εκείνου που είναι βιβλιομανής: Η βιβλιομανία του τον έχει οδηγήσει στην ανακάλυψη βιβλίων σπάνιων εκδόσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιβλιοσυλλέκτης — ο ο συλλέκτης βιβλίων, κατά μια έννοια και ο βιβλιομανής: Είναι γνωστός βιβλιοσυλλέκτης, με μία μεγάλη συλλογή σπάνιων βιβλίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”